- παρορμῶντες
- παρορμάωurge onpres part act masc nom/voc plπαρορμάωurge onpres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρορμώ — (I) παρορμῶ, άω, ΝΜΑ [ορμώ] παρακινώ, προτρέπω, παροξύνω (α. «τόν παρορμά να ασχοληθεί με την πολιτική» β. «λόγοι παρορμῶντες εἰς τὸ ἀγαθόν», Ξεν. γ. «παρορμᾱν εἰς ἀκολασίαν», Πλούτ.) αρχ. 1. έχω πρόθυμη διάθεση, είμαι πρόθυμος 2. παθ. παρορμῶμαι … Dictionary of Greek
σταφυλοδρόμος — και σταφυλοδρόμας, ὁ, Α 1. ιερατικό αξίωμα στη Σπάρτη 2. (κατά τον Ησύχ.) «σταφυλοδρόμοι, παρορμῶντες τοὺς ἐπὶ τρύγῃ». [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή + δρόμος (< δρόμος)] … Dictionary of Greek